ημεροδούλι

ημεροδούλι
το
το μεροδούλι, αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -δούλι (< δουλειά), πρβλ. ξενο-δούλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημεροδουλιάρης — και μεροδουλιάρης, ο [ημεροδούλι] μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”